Σου δωσα κάτι περισσότερο από τα πάντα, κάτι λιγότερο απ΄το τίποτα.
“Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μωβ απομεσήμερο του Σεπτέμβρη, που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα γιατί ο ήλιος τα χε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω απ’τα σκούρα σύννεφα. Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την ξέρεις την πόρτα του. Ακόμα κι αν δεν φωνάξεις θα σ’ακούσει. Αφού στο είπε. Στ’ ορκίστηκε πως θα σε περιμένει.
Φώναξα δυνατά, ώσπου βράχνιασα. Χτύπησα δυνατά, ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου. Κανείς. Στο διάλο Άννα. Την πάτησες άλλη μια φορά. Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη. Ακόμα κι αν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περίμενε, κρύφτηκε πίσω απ’τα σκούρα σύννεφα και…σε ξέχασε.”
Advertisements